αποθαυμάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααποθαυμάζω (παθητική φωνή: αποθαυμάζομαι)
- θαυμάζω (για μεγάλο χρονικό διάστημα)
- Κατάγραφο από χιλιάδες επιγραφές, το θέατρο αποθαυμάστηκε και από τον κορυφαίο αρχαιολόγο Bruno Helly. (*)
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποθαυμάζω | αποθαύμαζα | θα αποθαυμάζω | να αποθαυμάζω | αποθαυμάζοντας | |
β' ενικ. | αποθαυμάζεις | αποθαύμαζες | θα αποθαυμάζεις | να αποθαυμάζεις | αποθαύμαζε | |
γ' ενικ. | αποθαυμάζει | αποθαύμαζε | θα αποθαυμάζει | να αποθαυμάζει | ||
α' πληθ. | αποθαυμάζουμε | αποθαυμάζαμε | θα αποθαυμάζουμε | να αποθαυμάζουμε | ||
β' πληθ. | αποθαυμάζετε | αποθαυμάζατε | θα αποθαυμάζετε | να αποθαυμάζετε | αποθαυμάζετε | |
γ' πληθ. | αποθαυμάζουν(ε) | αποθαύμαζαν αποθαυμάζαν(ε) |
θα αποθαυμάζουν(ε) | να αποθαυμάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποθαύμασα | θα αποθαυμάσω | να αποθαυμάσω | αποθαυμάσει | ||
β' ενικ. | αποθαύμασες | θα αποθαυμάσεις | να αποθαυμάσεις | αποθαύμασε | ||
γ' ενικ. | αποθαύμασε | θα αποθαυμάσει | να αποθαυμάσει | |||
α' πληθ. | αποθαυμάσαμε | θα αποθαυμάσουμε | να αποθαυμάσουμε | |||
β' πληθ. | αποθαυμάσατε | θα αποθαυμάσετε | να αποθαυμάσετε | αποθαυμάστε | ||
γ' πληθ. | αποθαύμασαν αποθαυμάσαν(ε) |
θα αποθαυμάσουν(ε) | να αποθαυμάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποθαυμάσει | είχα αποθαυμάσει | θα έχω αποθαυμάσει | να έχω αποθαυμάσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποθαυμάσει | είχες αποθαυμάσει | θα έχεις αποθαυμάσει | να έχεις αποθαυμάσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποθαυμάσει | είχε αποθαυμάσει | θα έχει αποθαυμάσει | να έχει αποθαυμάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποθαυμάσει | είχαμε αποθαυμάσει | θα έχουμε αποθαυμάσει | να έχουμε αποθαυμάσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποθαυμάσει | είχατε αποθαυμάσει | θα έχετε αποθαυμάσει | να έχετε αποθαυμάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποθαυμάσει | είχαν αποθαυμάσει | θα έχουν αποθαυμάσει | να έχουν αποθαυμάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποθαυμάζω
|