Ετυμολογία

επεξεργασία
αποθαυμάζω < απο- + θαυμάζω

αποθαυμάζω (παθητική φωνή: αποθαυμάζομαι)

  • θαυμάζω (για μεγάλο χρονικό διάστημα)
    Κατάγραφο από χιλιάδες επιγραφές, το θέατρο αποθαυμάστηκε και από τον κορυφαίο αρχαιολόγο Bruno Helly. (*)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία