Ετυμολογία

επεξεργασία
ελαττωματικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐλαττωματικῶς. Συγχρονικά αναλύεται σε ελαττωματικ(ός) + -ώς.

  Επίρρημα

επεξεργασία

ελαττωματικώς