διατί
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διατί < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα διατί < αρχαία ελληνική φράση διὰ τί[1]
Μόριο επεξεργασία
διατί (ερωτηματικό μόριο)
Ουσιαστικό επεξεργασία
διατί ουδέτερο άκλιτο
Σύνδεσμος επεξεργασία
διατί (αιτιολογικός σύνδεσμος)
Μεταφράσεις επεξεργασία
διατί
→ δείτε τη λέξη γιατί |
Μόριο (καθαρεύουσα) επεξεργασία
διατί (ερωτηματικό μόριο)
- (καθαρεύουσα) → δείτε τη λέξη γιατί
- ※ Διατί δὲν ἦλθες μὲ τῶν πέντε ὅπως ἐμείναμεν σύμφωνοι;
Ουσιαστικό (καθαρεύουσα) επεξεργασία
διατί ουδέτερο άκλιτο
- (καθαρεύουσα, ενάρθρως) η αιτία, το γιατί
- ※ «κὺρ ὄνε; λέγε μας τὸ διατὶ
καὶ πῶς ἦλθεν εἰς τὸν νοῦν σου μεγαλεῖα νὰ ζητῇ;»
- ※ «κὺρ ὄνε; λέγε μας τὸ διατὶ
Σύνδεσμος (καθαρεύουσα) επεξεργασία
διατί (αιτιολογικός σύνδεσμος)
- (καθαρεύουσα) → δείτε τη λέξη γιατί
- ※ δὲν κάμει χρεία νὰ σὲ τὸ εἰπῶ διατὶ τὸ ξεύρεις καλά
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ διατί - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας