Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διατί < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα διατί < αρχαία ελληνική φράση διὰ τί[1]

  Μόριο επεξεργασία

διατί (ερωτηματικό μόριο)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διατί ουδέτερο άκλιτο

  Σύνδεσμος επεξεργασία

διατί (αιτιολογικός σύνδεσμος)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Μόριο (καθαρεύουσα) επεξεργασία

διατί (ερωτηματικό μόριο)

  Ουσιαστικό (καθαρεύουσα) επεξεργασία

διατί ουδέτερο άκλιτο

  Σύνδεσμος (καθαρεύουσα) επεξεργασία

διατί (αιτιολογικός σύνδεσμος)

  Αναφορές επεξεργασία