αιτιολογικός σύνδεσμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αιτιολογικός σύνδεσμος | οι | αιτιολογικοί σύνδεσμοι |
γενική | του | αιτιολογικού συνδέσμου | των | αιτιολογικών συνδέσμων |
αιτιατική | τον | αιτιολογικό σύνδεσμο | τους | αιτιολογικούς συνδέσμους |
κλητική | αιτιολογικέ σύνδεσμε | αιτιολογικοί σύνδεσμοι | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αιτιολογικός σύνδεσμος < αιτιολογικός, σύνδεσμος
Πολυλεκτικός όρος
επεξεργασία
αιτιολογικός σύνδεσμος αρσενικό
- (γραμματική) σύνδεσμος που συνδέει αιτιολογικά ή εισάγει δευτερεύουσες αιτιολογικές προτάσεις
- οι αιτιολογικοί σύνδεσμοι για τα νέα ελληνικά:
Δείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αιτιολογικός σύνδεσμος
|