↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αιτιολογικός σύνδεσμος οι αιτιολογικοί σύνδεσμοι
      γενική του αιτιολογικού συνδέσμου των αιτιολογικών συνδέσμων
    αιτιατική τον αιτιολογικό σύνδεσμο τους αιτιολογικούς συνδέσμους
     κλητική αιτιολογικέ σύνδεσμε αιτιολογικοί σύνδεσμοι
Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αιτιολογικός σύνδεσμος < αιτιολογικός, σύνδεσμος

  Πολυλεκτικός όρος

επεξεργασία

αιτιολογικός σύνδεσμος αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία