καθότι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθότι < αρχαία ελληνική καθ’ ὅτι (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική en tant que)
Σύνδεσμος
επεξεργασίακαθότι (αιτιολογικός σύνδεσμος)
Μεταφράσεις
επεξεργασία καθότι
|
καθότι (αιτιολογικός σύνδεσμος)
|