Ετυμολογία

επεξεργασία

εκθαμβώνω, αόρ.: εκθάμβωσα, παθ.φωνή: εκθαμβώνομαι, π.αόρ.: εκθαμβώθηκα, μτχ.π.π.: εκθαμβωμένος

Συγγενικά

επεξεργασία

 και δείτε τη λέξη θάμβος

Μεταφράσεις

επεξεργασία