εκθαμβώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εκθαμβώνω < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ἐκθαμβώνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ek.θaɱˈvo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : εκ‐θαμ‐βώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαεκθαμβώνω, αόρ.: εκθάμβωσα, παθ.φωνή: εκθαμβώνομαι, π.αόρ.: εκθαμβώθηκα, μτχ.π.π.: εκθαμβωμένος
- (λόγιο) μονοτονική γραφή του ἐκθαμβώνω, μορφή καθαρεύουσας του θαμπώνω
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη θάμβος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκθαμβώνω | εκθάμβωνα | θα εκθαμβώνω | να εκθαμβώνω | εκθαμβώνοντας | |
β' ενικ. | εκθαμβώνεις | εκθάμβωνες | θα εκθαμβώνεις | να εκθαμβώνεις | εκθάμβωνε | |
γ' ενικ. | εκθαμβώνει | εκθάμβωνε | θα εκθαμβώνει | να εκθαμβώνει | ||
α' πληθ. | εκθαμβώνουμε | εκθαμβώναμε | θα εκθαμβώνουμε | να εκθαμβώνουμε | ||
β' πληθ. | εκθαμβώνετε | εκθαμβώνατε | θα εκθαμβώνετε | να εκθαμβώνετε | εκθαμβώνετε | |
γ' πληθ. | εκθαμβώνουν(ε) | εκθάμβωναν εκθαμβώναν(ε) |
θα εκθαμβώνουν(ε) | να εκθαμβώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκθάμβωσα | θα εκθαμβώσω | να εκθαμβώσω | εκθαμβώσει | ||
β' ενικ. | εκθάμβωσες | θα εκθαμβώσεις | να εκθαμβώσεις | εκθάμβωσε | ||
γ' ενικ. | εκθάμβωσε | θα εκθαμβώσει | να εκθαμβώσει | |||
α' πληθ. | εκθαμβώσαμε | θα εκθαμβώσουμε | να εκθαμβώσουμε | |||
β' πληθ. | εκθαμβώσατε | θα εκθαμβώσετε | να εκθαμβώσετε | εκθαμβώστε | ||
γ' πληθ. | εκθάμβωσαν εκθαμβώσαν(ε) |
θα εκθαμβώσουν(ε) | να εκθαμβώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω εκθαμβώσει | είχα εκθαμβώσει | θα έχω εκθαμβώσει | να έχω εκθαμβώσει | ||
β' ενικ. | έχεις εκθαμβώσει | είχες εκθαμβώσει | θα έχεις εκθαμβώσει | να έχεις εκθαμβώσει | ||
γ' ενικ. | έχει εκθαμβώσει | είχε εκθαμβώσει | θα έχει εκθαμβώσει | να έχει εκθαμβώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε εκθαμβώσει | είχαμε εκθαμβώσει | θα έχουμε εκθαμβώσει | να έχουμε εκθαμβώσει | ||
β' πληθ. | έχετε εκθαμβώσει | είχατε εκθαμβώσει | θα έχετε εκθαμβώσει | να έχετε εκθαμβώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν εκθαμβώσει | είχαν εκθαμβώσει | θα έχουν εκθαμβώσει | να έχουν εκθαμβώσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | εκθαμβώνομαι | εκθαμβωνόμουν(α) | θα εκθαμβώνομαι | να εκθαμβώνομαι | ||
β' ενικ. | εκθαμβώνεσαι | εκθαμβωνόσουν(α) | θα εκθαμβώνεσαι | να εκθαμβώνεσαι | ||
γ' ενικ. | εκθαμβώνεται | εκθαμβωνόταν(ε) | θα εκθαμβώνεται | να εκθαμβώνεται | ||
α' πληθ. | εκθαμβωνόμαστε | εκθαμβωνόμαστε εκθαμβωνόμασταν |
θα εκθαμβωνόμαστε | να εκθαμβωνόμαστε | ||
β' πληθ. | εκθαμβώνεστε | εκθαμβωνόσαστε εκθαμβωνόσασταν |
θα εκθαμβώνεστε | να εκθαμβώνεστε | (εκθαμβώνεστε) | |
γ' πληθ. | εκθαμβώνονται | εκθαμβώνονταν εκθαμβωνόντουσαν |
θα εκθαμβώνονται | να εκθαμβώνονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | εκθαμβώθηκα | θα εκθαμβωθώ | να εκθαμβωθώ | εκθαμβωθεί | ||
β' ενικ. | εκθαμβώθηκες | θα εκθαμβωθείς | να εκθαμβωθείς | εκθαμβώσου | ||
γ' ενικ. | εκθαμβώθηκε | θα εκθαμβωθεί | να εκθαμβωθεί | |||
α' πληθ. | εκθαμβωθήκαμε | θα εκθαμβωθούμε | να εκθαμβωθούμε | |||
β' πληθ. | εκθαμβωθήκατε | θα εκθαμβωθείτε | να εκθαμβωθείτε | εκθαμβωθείτε | ||
γ' πληθ. | εκθαμβώθηκαν εκθαμβωθήκαν(ε) |
θα εκθαμβωθούν(ε) | να εκθαμβωθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω εκθαμβωθεί | είχα εκθαμβωθεί | θα έχω εκθαμβωθεί | να έχω εκθαμβωθεί | εκθαμβωμένος | |
β' ενικ. | έχεις εκθαμβωθεί | είχες εκθαμβωθεί | θα έχεις εκθαμβωθεί | να έχεις εκθαμβωθεί | ||
γ' ενικ. | έχει εκθαμβωθεί | είχε εκθαμβωθεί | θα έχει εκθαμβωθεί | να έχει εκθαμβωθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε εκθαμβωθεί | είχαμε εκθαμβωθεί | θα έχουμε εκθαμβωθεί | να έχουμε εκθαμβωθεί | ||
β' πληθ. | έχετε εκθαμβωθεί | είχατε εκθαμβωθεί | θα έχετε εκθαμβωθεί | να έχετε εκθαμβωθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν εκθαμβωθεί | είχαν εκθαμβωθεί | θα έχουν εκθαμβωθεί | να έχουν εκθαμβωθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι εκθαμβωμένος - είμαστε, είστε, είναι εκθαμβωμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν εκθαμβωμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν εκθαμβωμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι εκθαμβωμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι εκθαμβωμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι εκθαμβωμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι εκθαμβωμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία εκθαμβώνω
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .