ἐκθαμβώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἐκθαμβώνω < Κατά τον Μπαμπινιώτη,[1] (ελληνιστική κοινή) ἒκθαμβ(ος) + -ώνω και όχι από το ρήμα ἐκθαμβῶ που έχει ασυναίρετο τύπο, όχι σε -όω, αλλά ἐκθαμβέω.
- Κατά τον Δημητράκο,[2] από «δ.τ.» (διάφορο τύπο) ἐκθαμβόω / ἐκθαμβῶ < (ελληνιστική κοινή) ἐκθαμβέω.
- Δείτε το ελληνιστικό ἐκθαμβόομαι.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ek.θaɱˈvo.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ἐκ‐θαμ‐βώ‐νω
Ρήμα
επεξεργασίαἐκθαμβώνω, αόρ.: ἐξεθάμβωσα, π.αόρ.: ἐξεθαμβώθην[2]
- → δείτε τη λέξη εκθαμβώνω
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ «εκθαμβώνω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ 2,0 2,1 ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .