Κατηγορία:Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
Γλώσσα: Νέα ελληνικά » Ετυμολογία » Μορφολογία » Προσφύματα » Προθήματα » Λέξεις κατά πρόθημα » α- |
Μορφές:
- με στερητικό α-
- με α-, με ά-
- με αν- στερητικό ή με άν- διαφορετική από την Κατηγορία με το αν- από ανά
- με ανα- στερητικό ή με ανά- διαφορετική από την Κατηγορία με το ανα- από ανά
- με ανε-, με ανέ-, με ανη-, με ανή-
- με προτακτικό α-
- με επιτατικό α-
Επίσης δείτε
Υποκατηγορίες
Αυτή η κατηγορία έχει τις ακόλουθες 3 υποκατηγορίες, από 3 συνολικά.
Σελίδες στην κατηγορία "Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)"
Αυτή η κατηγορία περιέχει τις ακόλουθες 200 σελίδες, από 686 συνολικά.
(προηγούμενη σελίδα) (επόμενη σελίδα)Α
- αβάγιστος
- αβαθής
- αβαθμολόγητος
- αβαθύρριζος
- αβαρέλιαστος
- αβάρετος
- αβασάνιστος
- αβασίλευτος
- αβάσιμος
- αβάσκαντο
- αβάσκαντος
- αβάσταχτος
- αβάτευτος
- αβδέλυκτος
- αβέβαιος
- αβεβαιότητα
- αβεβαίωτος
- αβελτηρία
- αβελτίωτος
- αβερνίκωτος
- αβίαστος
- αβιβλιογράφητος
- αβιομηχανοποίητος
- αβιταμίνωση
- αβίωτος
- άβλαβος
- άβλαπτος
- αβλεψία
- αβοήθητος
- αβόλευτος
- αβοτάνιστος
- αβούλωτος
- αβούρτσιστος
- αβράκωτος
- αβύζαχτος
- αβύθιστος
- αβυθομέτρητος
- αγάνωτος
- αγέλαστος
- αγενής
- αγέννητος
- αγεωγράφητος
- αγεώργητος
- αγιάτρευτος
- αγίνωτος
- αγκαίνιαστος
- αγκούγκλιστος
- αγνωστοποίητος
- αγοήτευτος
- αγύρευτος
- αδαής
- αδάκρυτος
- αδάμαστος
- αδασκάλευτος
- αδασμολόγητος
- αδελέαστος
- αδηλητηρίαστος
- αδήμευτος
- αδήριτος
- αδήωτος
- αδιάβαστος
- αδιάβατος
- αδιάβλητος
- αδιαγούμητος
- αδιαγούμιστος
- αδιάγραπτος
- αδιαίρετος
- αδιακήρυκτος
- αδιακίνητος
- αδιακλάδωτος
- αδιάκοπος
- αδιακόρευτος
- αδιακρίτως
- αδιαλεύκαντος
- αδιαλλαξία
- αδιάλυτος
- αδιαμέλιστος
- αδιαμέριστος
- αδιαμεσολάβητος
- αδιαμοίραστος
- αδιαμφισβήτητος
- αδιανέμητος
- αδιαπαιδαγώγητος
- αδιαπίστωτος
- αδιαπότιστος
- αδιασάλευτος
- αδιασκεύαστος
- αδιάσπαστος
- αδιαστρέβλωτος
- αδιατίμητος
- αδιαφέντευτος
- αδιάφευκτος
- αδιαφιλονίκητος
- αδιάφορος
- αδιαφορώ
- αδιάψευστος
- αδιεκδίκητος
- αδιενέργητος
- αδιερεύνητος
- αδιευκόλυντος
- αδιευκρίνητος
- αδιευκρίνιστος
- αδικαιολόγητος
- αδίκαστος
- αδιόγκωτος
- αδιοίκητος
- αδιπλάρωτος
- αδιπλασίαστος
- αδίπλωτος
- αδίστακτος
- αδούλευτος
- αδρανής
- άδροσος
- αδύνατος
- αδωροδόκητος
- αζαχάρωτος
- αζήμιος
- αζημίωτος
- αήθης
- αηθικισμός
- αθάμπωτος
- αθέατος
- αθεϊστικός
- αθέλητος
- αθεράπευτος
- αθήλαστος
- αθορύβητος
- άθρησκος
- αθυρόστομος
- ακαβάλητος
- ακαζάντιστος
- ακαθέλκυστος
- ακαθήλωτος
- ακαθιέρωτος
- ακαθοδήγητος
- ακακοπάθητος
- ακακοποίητος
- ακαλαισθησία
- ακαλαίσθητος
- ακαλαφάτιστος
- ακάλεστος
- ακαλλιέργητος
- ακαλοπλήρωτος
- ακαλοσύνευτος
- ακαλπονόθευτος
- ακαλωδίωτος
- ακαμάτης
- ακαμπύλωτος
- ακανάκευτος
- ακανόνιστος
- ακαπέλωτος
- ακαπλάντιστος
- ακαρδία
- ακάρφωτος
- ακατάγραφος
- ακατάγραφτος
- ακατάδεκτος
- ακατάδεχτος
- ακαταδίωκτος
- ακαταδυνάστευτος
- ακατάθλιπτος
- ακατακράτητος
- ακατακρεούργητος
- ακατάκτητος
- ακαταμάχητος
- ακαταμέριστος
- ακατανάγκαστος
- ακατανάλωτος
- ακατανέμητος
- ακατανόητος
- ακαταπολέμητος
- ακατάργητος
- ακατάρριπτος
- ακατασίγαστος
- ακατασκόπευτος
- ακατασπίλωτος
- ακαταστάλαχτος
- ακατάστρωτος
- ακατάψυκτος
- ακατέβατος
- ακατέργαστος
- ακατεύθυντος
- ακάτεχος
- ακατοίκητος
- ακατσάρωτος
- άκαυστος
- ακαφάσωτος
- ακέντητος
- ακηδεμόνευτος
- ακήδευτος
- ακήρυχτος
- Ακίνδυνη
- ακινησία
- ακίνητος
- ακιτρίνιστος
- ακλάδευτος
- ακλείδωτος
- ακληροδότητος
- άκλιτος