ακατέβατος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.kaˈte.va.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐τέ‐βα‐στος
Επίθετο επεξεργασία
ακατέβατος, -η, -ο
- που δεν κατεβαίνει ή δεν είναι διαπραγματεύσιμη η τιμή του
- ↪ ακατέβατος πληθωρισμός
Συγγενικά επεξεργασία
- ακατέβατα (επίρρημα)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακατέβατος
|