Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αθορύβητος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αθορύβητ
ος
η
αθορύβητ
η
το
αθορύβητ
ο
γενική
του
αθορύβητ
ου
της
αθορύβητ
ης
του
αθορύβητ
ου
αιτιατική
τον
αθορύβητ
ο
την
αθορύβητ
η
το
αθορύβητ
ο
κλητική
αθορύβητ
ε
αθορύβητ
η
αθορύβητ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αθορύβητ
οι
οι
αθορύβητ
ες
τα
αθορύβητ
α
γενική
των
αθορύβητ
ων
των
αθορύβητ
ων
των
αθορύβητ
ων
αιτιατική
τους
αθορύβητ
ους
τις
αθορύβητ
ες
τα
αθορύβητ
α
κλητική
αθορύβητ
οι
αθορύβητ
ες
αθορύβητ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αθορύβητος
<
α-
στερητικό +
θορυβώ
+ κατάληξη ρηματικών επιθέτων
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
αθορύβητος, -η, -ο
που δεν έχει
θορυβηθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αθορύβητος
αγγλικά
:
imperturbable
(en)