Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ακάρφωτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ακάρφωτ
ος
η
ακάρφωτ
η
το
ακάρφωτ
ο
γενική
του
ακάρφωτ
ου
της
ακάρφωτ
ης
του
ακάρφωτ
ου
αιτιατική
τον
ακάρφωτ
ο
την
ακάρφωτ
η
το
ακάρφωτ
ο
κλητική
ακάρφωτ
ε
ακάρφωτ
η
ακάρφωτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ακάρφωτ
οι
οι
ακάρφωτ
ες
τα
ακάρφωτ
α
γενική
των
ακάρφωτ
ων
των
ακάρφωτ
ων
των
ακάρφωτ
ων
αιτιατική
τους
ακάρφωτ
ους
τις
ακάρφωτ
ες
τα
ακάρφωτ
α
κλητική
ακάρφωτ
οι
ακάρφωτ
ες
ακάρφωτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ακάρφωτος
<
α-
στερητικό +
καρφώ(νω)
+
-τος
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
aˈkaɾ.fo.tos
/
τυπογραφικός συλλαβισμός
:
α‐κάρ‐φω‐τος
Επίθετο
επεξεργασία
ακάρφωτος, -η, -ο
που δεν έχει
καρφωθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ακάρφωτος
αγγλικά
:
unnailed
(en)