Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακάρφωτος η ακάρφωτη το ακάρφωτο
      γενική του ακάρφωτου της ακάρφωτης του ακάρφωτου
    αιτιατική τον ακάρφωτο την ακάρφωτη το ακάρφωτο
     κλητική ακάρφωτε ακάρφωτη ακάρφωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακάρφωτοι οι ακάρφωτες τα ακάρφωτα
      γενική των ακάρφωτων των ακάρφωτων των ακάρφωτων
    αιτιατική τους ακάρφωτους τις ακάρφωτες τα ακάρφωτα
     κλητική ακάρφωτοι ακάρφωτες ακάρφωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακάρφωτος < α- στερητικό + καρφώ(νω) + -τος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈkaɾ.fo.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κάρ‐φω‐τος

  Επίθετο επεξεργασία

ακάρφωτος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία