αδιασκεύαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδιασκεύαστος < α- στερητικό + (διασκευάζω) διασκευασ- + -τος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ði̯aˈsce.va.stos/ & /a.ðʝaˈsce.va.stos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δι‐α‐σκεύ‐α‐στος
Επίθετο
επεξεργασίααδιασκεύαστος, -η, -ο
- που δεν έχει διασκευαστεί ή δεν μπορεί να διασκευαστεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αδιασκεύαστος