Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακαλπονόθευτος η ακαλπονόθευτη το ακαλπονόθευτο
      γενική του ακαλπονόθευτου της ακαλπονόθευτης του ακαλπονόθευτου
    αιτιατική τον ακαλπονόθευτο την ακαλπονόθευτη το ακαλπονόθευτο
     κλητική ακαλπονόθευτε ακαλπονόθευτη ακαλπονόθευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακαλπονόθευτοι οι ακαλπονόθευτες τα ακαλπονόθευτα
      γενική των ακαλπονόθευτων των ακαλπονόθευτων των ακαλπονόθευτων
    αιτιατική τους ακαλπονόθευτους τις ακαλπονόθευτες τα ακαλπονόθευτα
     κλητική ακαλπονόθευτοι ακαλπονόθευτες ακαλπονόθευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακαλπονόθευτος < α- + καλπονοθεύω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ακαλπονόθευτος[1]

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία