ακαλπονόθευτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακαλπονόθευτος < α- + καλπονοθεύω + -τος
Επίθετο
επεξεργασίαακαλπονόθευτος[1]
- που δεν τον έχουν καλπονοθεύσει
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ακαλπονόθευτος
|
- ↑ ακαλπονόθευτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας