Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλπονοθεύω < κάλπη + -ο- + νοθεύω

  Ρήμα επεξεργασία

καλπονοθεύω

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία