καλπονοθεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίακαλπονοθεύω
Συγγενικά
επεξεργασία- ακαλπονόθευτος
- καλπονοθεία
- καλπονοθευμένος
- καλπονόθευση
- καλπονοθευτικά
- καλπονοθευτικός
- → δείτε τις λέξεις κάλπη, νοθεύω και νόθος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καλπονοθεύω | καλπονόθευα | θα καλπονοθεύω | να καλπονοθεύω | καλπονοθεύοντας | |
β' ενικ. | καλπονοθεύεις | καλπονόθευες | θα καλπονοθεύεις | να καλπονοθεύεις | καλπονόθευε | |
γ' ενικ. | καλπονοθεύει | καλπονόθευε | θα καλπονοθεύει | να καλπονοθεύει | ||
α' πληθ. | καλπονοθεύουμε | καλπονοθεύαμε | θα καλπονοθεύουμε | να καλπονοθεύουμε | ||
β' πληθ. | καλπονοθεύετε | καλπονοθεύατε | θα καλπονοθεύετε | να καλπονοθεύετε | καλπονοθεύετε | |
γ' πληθ. | καλπονοθεύουν(ε) | καλπονόθευαν καλπονοθεύαν(ε) |
θα καλπονοθεύουν(ε) | να καλπονοθεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καλπονόθευσα | θα καλπονοθεύσω | να καλπονοθεύσω | καλπονοθεύσει | ||
β' ενικ. | καλπονόθευσες | θα καλπονοθεύσεις | να καλπονοθεύσεις | καλπονόθευσε | ||
γ' ενικ. | καλπονόθευσε | θα καλπονοθεύσει | να καλπονοθεύσει | |||
α' πληθ. | καλπονοθεύσαμε | θα καλπονοθεύσουμε | να καλπονοθεύσουμε | |||
β' πληθ. | καλπονοθεύσατε | θα καλπονοθεύσετε | να καλπονοθεύσετε | καλπονοθεύστε | ||
γ' πληθ. | καλπονόθευσαν καλπονοθεύσαν(ε) |
θα καλπονοθεύσουν(ε) | να καλπονοθεύσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καλπονοθεύσει | είχα καλπονοθεύσει | θα έχω καλπονοθεύσει | να έχω καλπονοθεύσει | ||
β' ενικ. | έχεις καλπονοθεύσει | είχες καλπονοθεύσει | θα έχεις καλπονοθεύσει | να έχεις καλπονοθεύσει | ||
γ' ενικ. | έχει καλπονοθεύσει | είχε καλπονοθεύσει | θα έχει καλπονοθεύσει | να έχει καλπονοθεύσει | ||
α' πληθ. | έχουμε καλπονοθεύσει | είχαμε καλπονοθεύσει | θα έχουμε καλπονοθεύσει | να έχουμε καλπονοθεύσει | ||
β' πληθ. | έχετε καλπονοθεύσει | είχατε καλπονοθεύσει | θα έχετε καλπονοθεύσει | να έχετε καλπονοθεύσει | ||
γ' πληθ. | έχουν καλπονοθεύσει | είχαν καλπονοθεύσει | θα έχουν καλπονοθεύσει | να έχουν καλπονοθεύσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλπονοθεύω
|