καλπονοθευτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλπονοθευτικός < καλπονοθεύω + -τικός
Επίθετο
επεξεργασίακαλπονοθευτικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την καλπονοθεία / καλπονόθευση ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις καλπονοθεύω, κάλπη και νόθος
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλπονοθευτικός
|