καλπονοθευτικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- καλπονοθευτικά < καλπονοθευτικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
καλπονοθευτικά
- που οδηγεί στην καλπονοθεία, με καλπονοθευτικό τρόπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλπονοθευτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
καλπονοθευτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του καλπονοθευτικός