Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καλπονοθεία οι καλπονοθείες
      γενική της καλπονοθείας των καλπονοθειών
    αιτιατική την καλπονοθεία τις καλπονοθείες
     κλητική καλπονοθεία καλπονοθείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

καλπονοθεία < κάλπη + -ο- + νοθεία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

καλπονοθεία θηλυκό

  1. η νόθευση των εκλογικών αποτελεσμάτων και της βούλησης του εκλογικού σώματος με ποικίλους δόλιους τρόπους
  2. (κατ’ επέκταση) η νόθευση της αλήθειας, η παραποίησή της
     συνώνυμα: δολίευση, καταδολίευση, εξαπάτηση

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία