καλπονοθεία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
καλπονοθεία θηλυκό
- η νόθευση των εκλογικών αποτελεσμάτων και της βούλησης του εκλογικού σώματος με ποικίλους δόλιους τρόπους
- (κατ’ επέκταση) η νόθευση της αλήθειας, η παραποίησή της
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- καλπονοθευτικά
- καλπονοθευτικός
- → δείτε τις λέξεις καλπονοθεύω, κάλπη και νόθος
Μεταφράσεις επεξεργασία
καλπονοθεία