Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ακήρυχτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ακήρυχτ
ος
η
ακήρυχτ
η
το
ακήρυχτ
ο
γενική
του
ακήρυχτ
ου
της
ακήρυχτ
ης
του
ακήρυχτ
ου
αιτιατική
τον
ακήρυχτ
ο
την
ακήρυχτ
η
το
ακήρυχτ
ο
κλητική
ακήρυχτ
ε
ακήρυχτ
η
ακήρυχτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ακήρυχτ
οι
οι
ακήρυχτ
ες
τα
ακήρυχτ
α
γενική
των
ακήρυχτ
ων
των
ακήρυχτ
ων
των
ακήρυχτ
ων
αιτιατική
τους
ακήρυχτ
ους
τις
ακήρυχτ
ες
τα
ακήρυχτ
α
κλητική
ακήρυχτ
οι
ακήρυχτ
ες
ακήρυχτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ακήρυχτος
<
α-
στερητικό +
κηρύσσω
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
ακήρυχτος, -η, -ο
που γίνεται χωρίς να έχει
κηρυχθεί
ακήρυχτος
πόλεμος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ακήρυχτος
αγγλικά
:
undeclared
(en)
γαλλικά
: non
déclaré
(fr)