Ετυμολογία

επεξεργασία
ακήρυχτα < ακήρυχτος

  Επίρρημα

επεξεργασία

ακήρυχτα

  • χωρίς να έχει προηγηθεί επίσημη κήρυξη (π.χ. πολέμου)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία