ακαθιέρωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.ka.θiˈe.ɾo.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐θι‐έ‐ρω‐τος
Επίθετο επεξεργασία
ακαθιέρωτος, -η, -ο
- που δεν έχει καθιερωθεί
- που δεν έχει εγκριθεί ως θεσμός από συμφωνία ή νομικούς
- (για πρόσωπα) που δεν είναι δημοφιλής
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακαθιέρωτος