↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακαθιέρωτος η ακαθιέρωτη το ακαθιέρωτο
      γενική του ακαθιέρωτου της ακαθιέρωτης του ακαθιέρωτου
    αιτιατική τον ακαθιέρωτο την ακαθιέρωτη το ακαθιέρωτο
     κλητική ακαθιέρωτε ακαθιέρωτη ακαθιέρωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακαθιέρωτοι οι ακαθιέρωτες τα ακαθιέρωτα
      γενική των ακαθιέρωτων των ακαθιέρωτων των ακαθιέρωτων
    αιτιατική τους ακαθιέρωτους τις ακαθιέρωτες τα ακαθιέρωτα
     κλητική ακαθιέρωτοι ακαθιέρωτες ακαθιέρωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακαθιέρωτος < α- + (καθιερώνω) καθιερω- + -τος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ka.θiˈe.ɾo.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κα‐θι‐έ‐ρω‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ακαθιέρωτος, -η, -ο

  1. που δεν έχει καθιερωθεί
  2. που δεν έχει εγκριθεί ως θεσμός από συμφωνία ή νομικούς
  3. (για πρόσωπα) που δεν είναι δημοφιλής

  Μεταφράσεις

επεξεργασία