Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αζημίωτος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Εκφράσεις
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αζημίωτ
ος
η
αζημίωτ
η
το
αζημίωτ
ο
γενική
του
αζημίωτ
ου
της
αζημίωτ
ης
του
αζημίωτ
ου
αιτιατική
τον
αζημίωτ
ο
την
αζημίωτ
η
το
αζημίωτ
ο
κλητική
αζημίωτ
ε
αζημίωτ
η
αζημίωτ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αζημίωτ
οι
οι
αζημίωτ
ες
τα
αζημίωτ
α
γενική
των
αζημίωτ
ων
των
αζημίωτ
ων
των
αζημίωτ
ων
αιτιατική
τους
αζημίωτ
ους
τις
αζημίωτ
ες
τα
αζημίωτ
α
κλητική
αζημίωτ
οι
αζημίωτ
ες
αζημίωτ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αζημίωτος
< από το μεταγενέστερο
ἀζημίωτος
<
α-
στερητικό +
ζημιῶ
Επίθετο
επεξεργασία
αζημίωτος, -η, -ο
που δεν
ζημιώθηκε
, που δεν έπαθε
ζημιά
Εκφράσεις
επεξεργασία
με το αζημίωτο
Αντώνυμα
επεξεργασία
ζημιωμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αζημίωτος
αγγλικά
:
lossless
(en)
γαλλικά
:
indemne
(fr)