Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακαφάσωτος η ακαφάσωτη το ακαφάσωτο
      γενική του ακαφάσωτου της ακαφάσωτης του ακαφάσωτου
    αιτιατική τον ακαφάσωτο την ακαφάσωτη το ακαφάσωτο
     κλητική ακαφάσωτε ακαφάσωτη ακαφάσωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακαφάσωτοι οι ακαφάσωτες τα ακαφάσωτα
      γενική των ακαφάσωτων των ακαφάσωτων των ακαφάσωτων
    αιτιατική τους ακαφάσωτους τις ακαφάσωτες τα ακαφάσωτα
     κλητική ακαφάσωτοι ακαφάσωτες ακαφάσωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακαφάσωτος < α- + καφασώνω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ακαφάσωτος

  1. που δεν έχει μπροστά του καφάσι (δικτυωτό πλέγμα)
  2. που δεν έχει τοποθετηθεί σε καφάσια (ανοιχτά κιβώτια)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία