ακαφάσωτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ακαφάσωτος
- που δεν έχει μπροστά του καφάσι (δικτυωτό πλέγμα)
- που δεν έχει τοποθετηθεί σε καφάσια (ανοιχτά κιβώτια)
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη καφάσι
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακαφάσωτος
|