↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγκαίνιαστος η αγκαίνιαστη το αγκαίνιαστο
      γενική του αγκαίνιαστου της αγκαίνιαστης του αγκαίνιαστου
    αιτιατική τον αγκαίνιαστο την αγκαίνιαστη το αγκαίνιαστο
     κλητική αγκαίνιαστε αγκαίνιαστη αγκαίνιαστο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγκαίνιαστοι οι αγκαίνιαστες τα αγκαίνιαστα
      γενική των αγκαίνιαστων των αγκαίνιαστων των αγκαίνιαστων
    αιτιατική τους αγκαίνιαστους τις αγκαίνιαστες τα αγκαίνιαστα
     κλητική αγκαίνιαστοι αγκαίνιαστες αγκαίνιαστα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγκαίνιαστος < α- στερητικό + γκαινιαστός < 'γκαινιαστός < εγκαινιάζω

  Επίθετο

επεξεργασία

αγκαίνιαστος, -η, -ο

  1. (για ναούς που δεν καθιερώθηκαν με την εκκλησιαστική τελετή των εγκαινίων) αυτός που δεν εγκαινιάστηκε, ανεγκαινίαστος
  2. αυτός που δεν χρησιμοποιήθηκε ακόμη, αμεταχείριστος, καινούργιος

  Μεταφράσεις

επεξεργασία