αγκαίνιαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγκαίνιαστος < α- στερητικό + γκαινιαστός < 'γκαινιαστός < εγκαινιάζω
Επίθετο
επεξεργασίααγκαίνιαστος, -η, -ο
- (για ναούς που δεν καθιερώθηκαν με την εκκλησιαστική τελετή των εγκαινίων) αυτός που δεν εγκαινιάστηκε, ανεγκαινίαστος
- αυτός που δεν χρησιμοποιήθηκε ακόμη, αμεταχείριστος, καινούργιος
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγκαίνιαστος
|