↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακατασπίλωτος η ακατασπίλωτη το ακατασπίλωτο
      γενική του ακατασπίλωτου της ακατασπίλωτης του ακατασπίλωτου
    αιτιατική τον ακατασπίλωτο την ακατασπίλωτη το ακατασπίλωτο
     κλητική ακατασπίλωτε ακατασπίλωτη ακατασπίλωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακατασπίλωτοι οι ακατασπίλωτες τα ακατασπίλωτα
      γενική των ακατασπίλωτων των ακατασπίλωτων των ακατασπίλωτων
    αιτιατική τους ακατασπίλωτους τις ακατασπίλωτες τα ακατασπίλωτα
     κλητική ακατασπίλωτοι ακατασπίλωτες ακατασπίλωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακατασπίλωτος < α- + κατασπιλώνω + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ακατασπίλωτος

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • ακατασπίλωτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)