κατασπιλώνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατασπιλώνω < μεσαιωνική ελληνική κατασπιλώνω < ελληνιστική κοινή κατασπιλόω / κατασπιλῶ < αρχαία ελληνική σπίλος
Ρήμα
επεξεργασίακατασπιλώνω (παθητική φωνή: κατασπιλώνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- κατασπιλωμένος
- κατασπίλωση
- → δείτε τις λέξεις κατά, σπιλώνω και σπίλος
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | κατασπιλώνω | κατασπίλωνα | θα κατασπιλώνω | να κατασπιλώνω | κατασπιλώνοντας | |
β' ενικ. | κατασπιλώνεις | κατασπίλωνες | θα κατασπιλώνεις | να κατασπιλώνεις | κατασπίλωνε | |
γ' ενικ. | κατασπιλώνει | κατασπίλωνε | θα κατασπιλώνει | να κατασπιλώνει | ||
α' πληθ. | κατασπιλώνουμε | κατασπιλώναμε | θα κατασπιλώνουμε | να κατασπιλώνουμε | ||
β' πληθ. | κατασπιλώνετε | κατασπιλώνατε | θα κατασπιλώνετε | να κατασπιλώνετε | κατασπιλώνετε | |
γ' πληθ. | κατασπιλώνουν(ε) | κατασπίλωναν κατασπιλώναν(ε) |
θα κατασπιλώνουν(ε) | να κατασπιλώνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | κατασπίλωσα | θα κατασπιλώσω | να κατασπιλώσω | κατασπιλώσει | ||
β' ενικ. | κατασπίλωσες | θα κατασπιλώσεις | να κατασπιλώσεις | κατασπίλωσε | ||
γ' ενικ. | κατασπίλωσε | θα κατασπιλώσει | να κατασπιλώσει | |||
α' πληθ. | κατασπιλώσαμε | θα κατασπιλώσουμε | να κατασπιλώσουμε | |||
β' πληθ. | κατασπιλώσατε | θα κατασπιλώσετε | να κατασπιλώσετε | κατασπιλώστε | ||
γ' πληθ. | κατασπίλωσαν κατασπιλώσαν(ε) |
θα κατασπιλώσουν(ε) | να κατασπιλώσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω κατασπιλώσει | είχα κατασπιλώσει | θα έχω κατασπιλώσει | να έχω κατασπιλώσει | ||
β' ενικ. | έχεις κατασπιλώσει | είχες κατασπιλώσει | θα έχεις κατασπιλώσει | να έχεις κατασπιλώσει | ||
γ' ενικ. | έχει κατασπιλώσει | είχε κατασπιλώσει | θα έχει κατασπιλώσει | να έχει κατασπιλώσει | ||
α' πληθ. | έχουμε κατασπιλώσει | είχαμε κατασπιλώσει | θα έχουμε κατασπιλώσει | να έχουμε κατασπιλώσει | ||
β' πληθ. | έχετε κατασπιλώσει | είχατε κατασπιλώσει | θα έχετε κατασπιλώσει | να έχετε κατασπιλώσει | ||
γ' πληθ. | έχουν κατασπιλώσει | είχαν κατασπιλώσει | θα έχουν κατασπιλώσει | να έχουν κατασπιλώσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία κατασπιλώνω
|