ακαβάλητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.kaˈva.li.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐βά‐λη‐τος
Επίθετο
επεξεργασίαακαβάλητος, -η, -ο
- που δεν έχει καβαλήσει ή δεν μπορεί να καβαλήσει κάποιο υποζύγιο (όπως άλογο)
- που δεν τον έχουν καβαλήσει ή δεν μπορούν να τον καβαλήσουν (όωπς για υποζύγια)
- (μεταφορικά, χυδαίο) αγάμητος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ακαβάλητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ακαβάλητος - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας