↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακαβάλητος η ακαβάλητη το ακαβάλητο
      γενική του ακαβάλητου της ακαβάλητης του ακαβάλητου
    αιτιατική τον ακαβάλητο την ακαβάλητη το ακαβάλητο
     κλητική ακαβάλητε ακαβάλητη ακαβάλητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακαβάλητοι οι ακαβάλητες τα ακαβάλητα
      γενική των ακαβάλητων των ακαβάλητων των ακαβάλητων
    αιτιατική τους ακαβάλητους τις ακαβάλητες τα ακαβάλητα
     κλητική ακαβάλητοι ακαβάλητες ακαβάλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακαβάλητος < α- στερητικό + καβαλάω, καβαλη- + -τος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.kaˈva.li.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κα‐βά‐λη‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ακαβάλητος, -η, -ο

  1. που δεν έχει καβαλήσει ή δεν μπορεί να καβαλήσει κάποιο υποζύγιο (όπως άλογο)
  2. που δεν τον έχουν καβαλήσει ή δεν μπορούν να τον καβαλήσουν (όωπς για υποζύγια)
  3. (μεταφορικά, χυδαίο) αγάμητος
     συνώνυμα: αβάτευτος, ακαλαφάτιστος, αμαρκάλιστος, ανόχευτος, απήδηχτος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία