αδιευκόλυντος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδιευκόλυντος < α- + διευκολύνω + -τος
Επίθετο
επεξεργασίααδιευκόλυντος
- που δεν έχει διευκολυνθεί ή δεν μπορεί να διευκολυνθεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αδιευκόλυντος