διευκολυμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διευκολυμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διευκολύνω
Επίθετο
επεξεργασίαδιευκολυμένος
- που έχει διευκολυνθεί ή μπορεί να διευκολυνθεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διευκολυμένος