αγκούγκλιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αγκούγκλιστος < α- + γουγκλίζω + -τος < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική ungoogled & ungoogl(e)able[1]
Επίθετο
επεξεργασία
αγκούγκλιστος
- (διαδικτυακή αργκό, νεολογισμός, ανεπίσημο, πληροφορική) που δεν έχει γκουγκλιστεί ή/και δεν μπορεί να γκουγκλιστεί
- (γενικότερα, κατ’ επέκταση) που δεν έχει αναζητηθεί σε ή/και δεν μπορεί να βρεθεί από μηχανές αναζήτησης στο διαδίκτυο
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γκουγκλάρω
Δείτε επίσης
επεξεργασία-
Google στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγκούγκλιστος