↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακαταδυνάστευτος η ακαταδυνάστευτη το ακαταδυνάστευτο
      γενική του ακαταδυνάστευτου της ακαταδυνάστευτης του ακαταδυνάστευτου
    αιτιατική τον ακαταδυνάστευτο την ακαταδυνάστευτη το ακαταδυνάστευτο
     κλητική ακαταδυνάστευτε ακαταδυνάστευτη ακαταδυνάστευτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακαταδυνάστευτοι οι ακαταδυνάστευτες τα ακαταδυνάστευτα
      γενική των ακαταδυνάστευτων των ακαταδυνάστευτων των ακαταδυνάστευτων
    αιτιατική τους ακαταδυνάστευτους τις ακαταδυνάστευτες τα ακαταδυνάστευτα
     κλητική ακαταδυνάστευτοι ακαταδυνάστευτες ακαταδυνάστευτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ακαταδυνάστευτος < α- + καταδυναστεύ(ω) + -τος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /a.ka.ta.ðiˈna.ste.ftos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐κα‐τα‐δυ‐νά‐στευ‐τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ακαταδυνάστευτος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία