↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγίνωτος η αγίνωτη το αγίνωτο
      γενική του αγίνωτου της αγίνωτης του αγίνωτου
    αιτιατική τον αγίνωτο την αγίνωτη το αγίνωτο
     κλητική αγίνωτε αγίνωτη αγίνωτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγίνωτοι οι αγίνωτες τα αγίνωτα
      γενική των αγίνωτων των αγίνωτων των αγίνωτων
    αιτιατική τους αγίνωτους τις αγίνωτες τα αγίνωτα
     κλητική αγίνωτοι αγίνωτες αγίνωτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγίνωτος < ἀγίνωτος στην καθαρεύουσα < α- στερητικό + γίνομαι + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

αγίνωτος -η -ο

  1. που δεν έχει ακόμη γίνει, δεν έχει ετοιμαστεί ή εκτελεστεί
  2. (για καρπούς) που δεν έχει ακόμη ωριμάσει, ανώριμος
  3. (μεταφορικά) ανώριμος άνθρωπος ή ανέτοιμος να αντιμετωπίσει κάτι

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία