αδιαμεσολάβητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδιαμεσολάβητος < α- + διαμεσολαβώ + -τος
Επίθετο
επεξεργασίααδιαμεσολάβητος
- που γίνεται χωρίς διαμεσολάβηση
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- αδιαμεσολάβητα
- → δείτε τη λέξη διαμεσολαβώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία αδιαμεσολάβητος
|