Ετυμολογία

επεξεργασία
διαμεσολαβώ < δια- + μεσολαβώ

διαμεσολαβώ

  1. μεσολαβώ
  2. διευκολύνω την επικοινωνία και τον διάλογο
  3. δρω κατευναστικά ανάμεσα σε αντιμαχόμενους

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία