Ετυμολογία

επεξεργασία
liaise < γαλλική liaison < λατινική ligatio < ligo

liaise (en)

  1. συνεργάζομαι
  2. διαμεσολαβώ υπέρ του διαλόγου, διευκολύνω τον διάλογο και την επικοινωνία, δρω ως δίαυλος