διαμεσολαβημένος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαμεσολαβημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος διαμεσολαβώ
Μετοχή επεξεργασία
διαμεσολαβημένος
- που γίνεται με διαμεσολάβηση
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη διαμεσολαβώ
Μεταφράσεις επεξεργασία
διαμεσολαβημένος
|