Δείτε επίσης: ἀδάκρυτος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αδάκρυτος η αδάκρυτη το αδάκρυτο
      γενική του αδάκρυτου της αδάκρυτης του αδάκρυτου
    αιτιατική τον αδάκρυτο την αδάκρυτη το αδάκρυτο
     κλητική αδάκρυτε αδάκρυτη αδάκρυτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αδάκρυτοι οι αδάκρυτες τα αδάκρυτα
      γενική των αδάκρυτων των αδάκρυτων των αδάκρυτων
    αιτιατική τους αδάκρυτους τις αδάκρυτες τα αδάκρυτα
     κλητική αδάκρυτοι αδάκρυτες αδάκρυτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αδάκρυτος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀδάκρυτος [1] < ἀ- στερητικό + → δείτε τη λέξη δακρύω + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αδάκρυτος

  1. που δεν δακρύζει
  2. (μεταφορικά) άπονος, ασυγκίνητος
  3. (σπάνιο) άκλαυτος

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη δάκρυ

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία