αγέλαστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγέλαστος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἀγέλαστος < ἀ- (στερητικό) + γελῶ (γελασ- + τός)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈʝe.la.stos/
Επίθετο
επεξεργασίααγέλαστος, -η, -ο
- αυτός που δε γελάει, ο ανέκφραστος
- αυτός που δεν μπορείς να τον «γελάσεις», να τον εξαπατήσεις
- παλαιό ομαδικό παιχνίδι