Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγεώργητος η αγεώργητη το αγεώργητο
      γενική του αγεώργητου της αγεώργητης του αγεώργητου
    αιτιατική τον αγεώργητο την αγεώργητη το αγεώργητο
     κλητική αγεώργητε αγεώργητη αγεώργητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγεώργητοι οι αγεώργητες τα αγεώργητα
      γενική των αγεώργητων των αγεώργητων των αγεώργητων
    αιτιατική τους αγεώργητους τις αγεώργητες τα αγεώργητα
     κλητική αγεώργητοι αγεώργητες αγεώργητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγεώργητος < α- στερητικό + γεωργώ + -τος

  Επίθετο επεξεργασία

αγεώργητος, -η, -ο

  Μεταφράσεις επεξεργασία