Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγεώργητος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αγεώργητ
ος
η
αγεώργητ
η
το
αγεώργητ
ο
γενική
του
αγεώργητ
ου
της
αγεώργητ
ης
του
αγεώργητ
ου
αιτιατική
τον
αγεώργητ
ο
την
αγεώργητ
η
το
αγεώργητ
ο
κλητική
αγεώργητ
ε
αγεώργητ
η
αγεώργητ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αγεώργητ
οι
οι
αγεώργητ
ες
τα
αγεώργητ
α
γενική
των
αγεώργητ
ων
των
αγεώργητ
ων
των
αγεώργητ
ων
αιτιατική
τους
αγεώργητ
ους
τις
αγεώργητ
ες
τα
αγεώργητ
α
κλητική
αγεώργητ
οι
αγεώργητ
ες
αγεώργητ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγεώργητος
<
α-
στερητικό +
γεωργώ
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
αγεώργητος, -η, -ο
που δεν έχει
καλλεργηθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγεώργητος
αγγλικά
:
uncultivated
(en)