αηθικισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αηθικισμός < α- + ηθική + -ισμός• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό επεξεργασία
αηθικισμός αρσενικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
- αμοραλισμός (απόρριψη οιασδήποτε αρχής)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αηθικισμός
|
Πηγές επεξεργασία
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.