Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αμοραλισμός οι αμοραλισμοί
      γενική του αμοραλισμού των αμοραλισμών
    αιτιατική τον αμοραλισμό τους αμοραλισμούς
     κλητική αμοραλισμέ αμοραλισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμοραλισμός < (λόγιο δάνειο) γαλλική amoralisme[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.mo.ɾa.liˈzmos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμοραλισμός αρσενικό

  1. (φιλοσοφία) η θεώρηση κατά την οποία υποστηρίζεται ότι δεν υφίστανται ηθικές αξίες με καθολική, ενιαία, παγκόσμια αναγνωρισμένη ισχύ, ότι οι ηθικοί κανόνες αναιρούνται ή και απορρίπτονται βάσει κριτικής και ότι οι ηθικές αντιλήψεις τροποποιούνται κατά τόπο και χρόνο
  2. (συνεκδοχικά) η απουσία ηθικών αρχών, η έκλυση των ηθών


Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία