↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμοραλιστικός η αμοραλιστική το αμοραλιστικό
      γενική του αμοραλιστικού της αμοραλιστικής του αμοραλιστικού
    αιτιατική τον αμοραλιστικό την αμοραλιστική το αμοραλιστικό
     κλητική αμοραλιστικέ αμοραλιστική αμοραλιστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμοραλιστικοί οι αμοραλιστικές τα αμοραλιστικά
      γενική των αμοραλιστικών των αμοραλιστικών των αμοραλιστικών
    αιτιατική τους αμοραλιστικούς τις αμοραλιστικές τα αμοραλιστικά
     κλητική αμοραλιστικοί αμοραλιστικές αμοραλιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αμοραλιστικός < αμοραλισμός

  Επίθετο

επεξεργασία

αμοραλιστικός,ή,ό

  • που μαρτυρεί αμοραλισμό, που δείχνει να μη διαθέτει ως στάση ζωής ή ως συμπεριφορά και πρακτική κάποιο ηθικό κίνητρο ή αρχές αλλά απεναντίας εκφράζει ανήθικες, ανέντιμες προθέσεις και μάλλον περιφρόνηση προς τις αρχές που ασπάζεται η πλειοψηφία είτε σε στενά ηθικό πλαίσιο συγκεκριμένης συμπεριφοράς (π.χ. οικογενειακό, ερωτικό) είτε σε γενικότερο (π.χ. πολιτικό, κοινωνικό)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία