αμοραλιστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμοραλιστικός < αμοραλισμός
Επίθετο
επεξεργασίααμοραλιστικός,ή,ό
- που μαρτυρεί αμοραλισμό, που δείχνει να μη διαθέτει ως στάση ζωής ή ως συμπεριφορά και πρακτική κάποιο ηθικό κίνητρο ή αρχές αλλά απεναντίας εκφράζει ανήθικες, ανέντιμες προθέσεις και μάλλον περιφρόνηση προς τις αρχές που ασπάζεται η πλειοψηφία είτε σε στενά ηθικό πλαίσιο συγκεκριμένης συμπεριφοράς (π.χ. οικογενειακό, ερωτικό) είτε σε γενικότερο (π.χ. πολιτικό, κοινωνικό)