amoral
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαamoral (en)
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | amoral | amorals |
θηλυκό | amorale | amorales |
amoral (fr)
amoral (en)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | amoral | amorals |
θηλυκό | amorale | amorales |
amoral (fr)