Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αμοραλιστής οι αμοραλιστές
      γενική του αμοραλιστή των αμοραλιστών
    αιτιατική τον αμοραλιστή τους αμοραλιστές
     κλητική αμοραλιστή αμοραλιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμοραλιστής < (λόγιο δάνειο) γαλλική amoraliste[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

αμοραλιστής αρσενικό

  • αυτός που δεν υπολογίζει ηθικούς φραγμούς μπροστά στην προσωπική κοινωνική άνοδο και οικονομική επιτυχία

  Μεταφράσεις επεξεργασία