ακάτεχος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ακάτεχος | η | ακάτεχη | το | ακάτεχο |
γενική | του | ακάτεχου | της | ακάτεχης | του | ακάτεχου |
αιτιατική | τον | ακάτεχο | την | ακάτεχη | το | ακάτεχο |
κλητική | ακάτεχε | ακάτεχη | ακάτεχο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ακάτεχοι | οι | ακάτεχες | τα | ακάτεχα |
γενική | των | ακάτεχων | των | ακάτεχων | των | ακάτεχων |
αιτιατική | τους | ακάτεχους | τις | ακάτεχες | τα | ακάτεχα |
κλητική | ακάτεχοι | ακάτεχες | ακάτεχα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈka.te.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κά‐τε‐χος
Επίθετο
επεξεργασίαακάτεχος, -η, -ο
- (λογοτεχνικό, λαϊκότροπο) που είναι άμαθος
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ακάτεχος
→ δείτε τη λέξη άμαθος |