αδήωτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αδήωτος | η | αδήωτη | το | αδήωτο |
γενική | του | αδήωτου | της | αδήωτης | του | αδήωτου |
αιτιατική | τον | αδήωτο | την | αδήωτη | το | αδήωτο |
κλητική | αδήωτε | αδήωτη | αδήωτο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αδήωτοι | οι | αδήωτες | τα | αδήωτα |
γενική | των | αδήωτων | των | αδήωτων | των | αδήωτων |
αιτιατική | τους | αδήωτους | τις | αδήωτες | τα | αδήωτα |
κλητική | αδήωτοι | αδήωτες | αδήωτα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αδήωτος < αρχαία ελληνική ἀδήωτος < α- + δηόω-ῶ
Επίθετο
επεξεργασίααδήωτος, -η, -ο
- που δεν έχει λεηλατηθεί