αγεωγράφητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ʝe.oˈɣɾa.fi.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐γε‐ω‐γρά‐φη‐τος
Επίθετο
επεξεργασίααγεωγράφητος -η -ο
- που δεν έχει γνώσεις γεωγραφίας
- ⮡ αγεωγράφητος άνθρωπος
- που δεν έχει περιγραφεί γεωγραφικά, αχαρτογράφητος[2]
- ⮡ αγεωγράφητη περιοχή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γεωγραφία
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγεωγράφητος
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αγεωγράφητος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)