Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αγεωμέτρητος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αγεωμέτρητ
ος
η
αγεωμέτρητ
η
το
αγεωμέτρητ
ο
γενική
του
αγεωμέτρητ
ου
της
αγεωμέτρητ
ης
του
αγεωμέτρητ
ου
αιτιατική
τον
αγεωμέτρητ
ο
την
αγεωμέτρητ
η
το
αγεωμέτρητ
ο
κλητική
αγεωμέτρητ
ε
αγεωμέτρητ
η
αγεωμέτρητ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αγεωμέτρητ
οι
οι
αγεωμέτρητ
ες
τα
αγεωμέτρητ
α
γενική
των
αγεωμέτρητ
ων
των
αγεωμέτρητ
ων
των
αγεωμέτρητ
ων
αιτιατική
τους
αγεωμέτρητ
ους
τις
αγεωμέτρητ
ες
τα
αγεωμέτρητ
α
κλητική
αγεωμέτρητ
οι
αγεωμέτρητ
ες
αγεωμέτρητ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αγεωμέτρητος
<
αρχαία ελληνική
ἀγεωμέτρητος
Επίθετο
επεξεργασία
αγεωμέτρητος -η -ο
που δεν έχει γνώσεις
γεωμετρίας
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγεωμέτρητος
αγγλικά
:
ungeometric
(en)