ακατάδεχτος
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- ακατάδεχτος < α- στερητικό + καταδέχομαι + -τος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ακατάδεχτος, -η, -ο και ακατάδεκτος αρσενικό
- που δεν καταδέχεται όποιους θεωρεί κατώτερούς του, υπερόπτης
- που δεν δέχεται εύκολα να φιλοξενηθεί ή γενικότερα να εξυπηρετηθεί από άλλους
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
ακατάδεχτος