ακατάδεχτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακατάδεχτος < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἀκατάδεκτος με τροπή [kt] > [xt] < ἀ- στερητικό + (καταδέχομαι) καταδεκ- + -τος. Δείτε και ακατάδεκτος.[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.kaˈta.ðe.xtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐κα‐τά‐δε‐χτος
Επίθετο επεξεργασία
ακατάδεχτος, -η, -ο και ακατάδεκτος
- που δεν καταδέχεται όποιους θεωρεί κατώτερούς του, υπερόπτης
- ↪ Από τότε που παντρεύτηκε τον υπουργό, έγινε ψηλομύτα κι ακατάδεχτη. Δεν ξαναπάτησε στο σπίτι της ξαδέρφης της, ούτε άλλων συγγενών.
- (ως αστείο) που δεν δέχεται εύκολα να φιλοξενηθεί ή γενικότερα να εξυπηρετηθεί από άλλους
- ↪ Μα, δοκιμάστε αυτό το γλυκάκι! Μην είστε ακατάδεχτος!
Αντώνυμα επεξεργασία
Παράγωγα επεξεργασία
- ακατάδεχτα (επίρρημα)
Συγγενικά επεξεργασία
- ακαταδεξία, ακαταδεξιά
- ακατάδεχτα, ακατάδεκτα (επιρρήματα)
- καταδέχομαι
- καταδεχτικός, καταδεκτικός
→ και δείτε τις λέξεις κατά και δέχομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακατάδεχτος
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ ακατάδεχτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας