ἀκατάδεκτος
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀκατάδεκτος, λέξη του 7ου αιώνα < ἀ- στερητικό + (καταδέχομαι) καταδεκ- + -τος
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: ακατάδεχτος > ακατάδεκτος
Επίθετο
επεξεργασίαἀκατάδεκτος, -η, -ον
- αλαζονικός, περήφανος, ακατάδεχτος
- ↪ γένος ἀκατάδεκτον
- ※ πιθανόν 15ος αιώνας ή νωρίτερα - ⌘ Ἐρωτοπαίγνια (Ερωτοπ.11)
- καὶ ἐντρέπομαι, κυράτσα μου, πολλὰ τὴν εὐγενιάν σου / διατὶ ἀκατάδεκτη, τὰ λόγια δὲν ἀφκρᾶσαι
- ≠ αντώνυμα: καταδεκτικός
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις καταδέχομαι και δέχομαι
Πηγές
επεξεργασία- ἀκατάδεκτος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
- σελ.147-148, Τόμος 1ος - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης) πολυτονικό σύστημα: τόμοι 1-5, μεταγραφή σε μονοτονικό: τόμοι 6-τέλος], pdf.Βιβλιογραφία. Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- ἀκατάδεκτος - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- σελ. 13 - Meursius (Meurs Μόιρς), Johannes, Glossarium graecobarbarum, apud Ludovicum Elzevirium, 1614 @books.google