ακαταδεξία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακαταδεξία < ακαταδεξιά, με μετάθεση του τόνου επί το λογιότερο
Ουσιαστικό επεξεργασία
ακαταδεξία θηλυκό
- → δείτε τη λέξη ακαταδεξιά
- η έλλειψη ηθικολογίας του, η ακαταδεξία του για το εντυπωσιακό και για το εμφατικό, ξαναδίνουν σε αυτά τα θέματα, φθαρμένα από τόσους λογοκόπους, μια σφύζουσα επικαιρότητα (Μαργαρίτα Γιουρσενάρ, Κριτική παρουσίαση του Κωνσταντίνου Καβάφη, 1958, μετάφραση Γ.Π. Σαββίδης)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακαταδεξία
→ δείτε τη λέξη ακαταδεξιά |